νεοδαμώδης

νεοδαμώδης
νεοδαμώδης, -ῶδες (Α)
1. αυτός που έγινε πολίτης τής Σπάρτης πρόσφατα
2. (συν. στον πληθ. ως ουσ.) oἱ νεοδαμώδεις
είλωτες που λόγω ανδραγαθίας στη μάχη ή και για άλλες σπουδαίες υπηρεσίες που είχαν προσφέρει στην πολιτεία τών Λακεδαιμόνων έγιναν απελεύθεροι («τοὺς εἰς ἐλευθερίαν τῶν εἱλώτων ἀφιεμένους οἱ Λακεδαιμόνιοι νεοδαμώδεις καλοῡσιν», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + δᾱμώδης (< δῆμος / δᾱμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νεοδαμώδης — lately made one of the people masc/fem acc pl (attic epic doric) νεοδαμώδης lately made one of the people masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) νεοδαμώδης lately made one of the people masc/fem nom sg νεοδᾱμώδης , νεοδαμώδης lately made one of the… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοδαμῶδες — νεοδαμώδης lately made one of the people masc/fem voc sg νεοδαμώδης lately made one of the people neut nom/voc/acc sg νεοδᾱμῶδες , νεοδαμώδης lately made one of the people masc/fem voc sg νεοδᾱμῶδες , νεοδαμώδης lately made one of the people… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοδαμώδεις — νεοδαμώδης lately made one of the people masc/fem acc pl νεοδαμώδης lately made one of the people masc/fem nom/voc pl (attic epic) νεοδᾱμώδεις , νεοδαμώδης lately made one of the people masc/fem acc pl νεοδᾱμώδεις , νεοδαμώδης lately made one… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοδαμωδῶν — νεοδαμώδης lately made one of the people masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) νεοδᾱμωδῶν , νεοδαμώδης lately made one of the people masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοδαμώδεσι — νεοδαμώδης lately made one of the people masc/fem/neut dat pl νεοδᾱμώδεσι , νεοδαμώδης lately made one of the people masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοδαμώδων — νεοδαμώδης lately made one of the people masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”